- ταμπάνι
- το, Ν1. το πέλμα τού ποδιού, η πατούσα2. μεγάλη ξύλινη δοκός πάνω στην οποία στηρίζονται άλλες μικρότερες3. ξύλινο δάπεδο δωματίου4. (ναυτ.-τεχνολ.) η πλήμνη τροχίλου ή τροχού5. μτφ. επίπληξη («άσε πρώτα να γυρίσει και θα τού δώσω ένα γερό ταμπάνι»).[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκικής προέλευσης].
Dictionary of Greek. 2013.